- προπαυω
- προπαύωπρο-παύωранее прекращать
προπεπαυμένων τῶν ἀνέμων Diod. — когда ветры утихли
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προπεπαυμένων τῶν ἀνέμων Diod. — когда ветры утихли
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προπαύω — Α παύω, τελειώνω προηγουμένως κάτι … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek